ἀφαντασίαστος

ἀφαντασίαστος
ἀφαντασίαστος
not manifested
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αφαντασίαστος — ἀφαντασίαστος, ον (AM) [φαντασιάζομαι] 1. αφανέρωτος, ανεκδήλωτος 2. χωρίς τρομακτικά όνειρα 3. απαλλαγμένος από φαντασιώσεις …   Dictionary of Greek

  • ἀφαντασιάστως — ἀφαντασίαστος not manifested adverbial ἀφαντασίαστος not manifested masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφαντασίαστον — ἀφαντασίαστος not manifested masc/fem acc sg ἀφαντασίαστος not manifested neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφαντασιάστου — ἀφαντασίαστος not manifested masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφαντασίαστοι — ἀφαντασίαστος not manifested masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”